- σακτούρα
- η / σα(κ)τοῡρα, ΝΜ, και σταχτούρα, και σαχτούρι, το, Νταχύ πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο συγχρόνως, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα ώς τον 19ο αιώνα στην Μεσόγειο από τους Βυζαντινούς και τους Άραβες, καθώς και κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας από τους Έλληνες.
Dictionary of Greek. 2013.